κλομπ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλομπ και γκλομπ, ουδέτερο άκλιτο (πληθυντικός: κλομπ και κλομπς)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλομπ
→ δείτε τη λέξη γκλομπ |
κλομπ και γκλομπ, ουδέτερο άκλιτο (πληθυντικός: κλομπ και κλομπς)
→ δείτε τη λέξη γκλομπ |