Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλομπ < αγγλική club
 
αστυνομικός με κλομπ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλομπ και γκλομπ, ουδέτερο άκλιτο (πληθυντικός: κλομπ και κλομπς)

  Μεταφράσεις επεξεργασία