Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
club clubs

club (en)

  1. η λέσχη, ο σύλλογος
    ⮡  a club member - μέλος λέσχης
    ⮡  an athletic club - αθλητικός σύλλογος
    ⮡  Although he is generally unsociable, he sometimes participates in club events.
    Παρόλο που γενικά είναι αντικοινωνικός, μερικές φορές συμμετέχει στις εκδηλώσεις του συλλόγου.
  2. το κλαμπ, το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης
    ⮡  I went to the club on Friday and it was packed.
    Πήγα στο κλαμπ την Παρασκευή και ήταν φίσκα.
     συνώνυμα: nightclub
  3. το ρόπαλο, το γκλομπ
  4. (χαρτοπαίγνιο) το σπαθί
ενεστώτας club
γ΄ ενικό ενεστώτα clubs
αόριστος clubbed
παθητική μετοχή clubbed
ενεργητική μετοχή clubbing

club (en)

  • χτυπάω με ρόπαλο
    ⮡  They killed him by clubbing him.
    Τον σκότωσαν χτυπώντας τον με ρόπαλο.

  Συντομομορφή

επεξεργασία

club (en)



      ενικός         πληθυντικός  
club clubs

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

club (fr) αρσενικό

  1. η λέσχη
  2. φαρδιά και βαθειά δερμάτινη πολυθρόνα