Ετυμολογία

επεξεργασία
γκλομπ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γκλομπ ουδέτερο άκλιτο

  • ραβδί που χρησιμοποιείται ως όπλο, κυρίως από αστυνομικούς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία