πολυθρόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.liˈθɾo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐θρό‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυθρόνα θηλυκό
- αναπαυτικό κάθισμα για ένα άτομο με στηρίγματα για την πλάτη και, συνήθως, για τα χέρια