ενικός         πληθυντικός  
armchair armchairs

  Ετυμολογία

επεξεργασία
armchair < arm + chair

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

armchair (en)

  • η πολυθρόνα
    ⮡  I don’t want to leave the comfort of my armchair.
    Δε θέλω να εγκαταλείπω την άνεση της πολυθρόνας μου.