Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

  • άνετη-βολική-αναπαυτική-ανατομική-μαλακή καρέκλα, συχνά μα όχι μόνο η πολυθρόνα ή αναπαυτική ξύλινη καρέκλα