↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λέσχη οι λέσχες
      γενική της λέσχης των λεσχών
    αιτιατική τη λέσχη τις λέσχες
     κλητική λέσχη λέσχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λέσχη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λέσχη[1] < λέχω / λέχομαι[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈle.sçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λέ‐σχη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λέσχη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. λέσχη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λέσχη αἱ λέσχαι
      γενική τῆς λέσχης τῶν λεσχῶν
      δοτική τῇ λέσχ ταῖς λέσχαις
    αιτιατική τὴν λέσχην τὰς λέσχᾱς
     κλητική ! λέσχη λέσχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λέσχ
γεν-δοτ τοῖν  λέσχαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λέσχη < λέχω / λέχομαι[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λέσχη θηλυκό

  1. χώρος στον οποίο συγκεντρωνόταν για να ανταλλάξουν νέα, κάθε δημόσια στοά
  2. πολυλογία, κουτσομπολιό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.