Ετυμολογία

επεξεργασία
cercle < λατινική circulus < circus (κύκλος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛʁkl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cercle cercles

cercle (fr) αρσενικό

  1. (γεωμετρία) ο κύκλος
  2. το τσέρκι

Συγγενικά

επεξεργασία