Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cercle cercles

cercle (fr) αρσενικό

  1. (γεωμετρία) ο κύκλος
  2. το τσέρκι

Συγγενικά

επεξεργασία