κλαμπ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλαμπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική club[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακλαμπ ουδέτερο άκλιτο
- νυχτερινό κέντρο διασκέδασης
- λέσχη
- (προφορικό, γαστρονομία) το κλαμπ σάντουιτς
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κλαμπ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας