Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gourdin gourdins

gourdin (fr) αρσενικό

  1. το ρόπαλο
  2. η μαγκούρα
  3. (χυδαίο) το πέος