Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγκούρα οι μαγκούρες
      γενική της μαγκούρας
    αιτιατική τη μαγκούρα τις μαγκούρες
     κλητική μαγκούρα μαγκούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγκούρα < (άμεσο δάνειο) τουρκική mangur (ξύλινη λαιμαριά) + κατάληξη θηλυκού .[1] Παλιότερα είχε συνδεθεί με ελληνιστική γλώσσα του Ησύχιου: μακκούρα
 
Άνθρωπος που περπατά στηριζόμενος σε μαγκούρα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maŋˈɡu.ɾa/ ή σε γρήγορο λόγο ΔΦΑ : /maˈɡu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐γκού‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαγκούρα θηλυκό

  • το ραβδί που κρατούν συνήθως οι ηλικιωμένοι όταν βαδίζουν, μπορεί όμως να χρησιμεύσει και ως όπλο για τον ξυλοδαρμό αντιπάλου

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.