Δείτε επίσης: baton

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bâton < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική baston < δημώδης λατινική *bastō (γενική: bastōnis) < υστερολατινική bastum < *bastāre < αρχαία ελληνική βαστάζω [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μπατόν

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bâton bâtons

bâton (fr) αρσενικό

  1. το μπαστούνι, η μαγκούρα, το ματσούκι
  2. το μπατόν

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «μπαστούνι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.