βακτηρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βακτηρία < αρχαία ελληνική βακτηρία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bak-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβακτηρία θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βακτηρίᾱ | αἱ | βακτηρίαι |
γενική | τῆς | βακτηρίᾱς | τῶν | βακτηριῶν |
δοτική | τῇ | βακτηρίᾳ | ταῖς | βακτηρίαις |
αιτιατική | τὴν | βακτηρίᾱν | τὰς | βακτηρίᾱς |
κλητική ὦ! | βακτηρίᾱ | βακτηρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βακτηρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βακτηρίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βακτηρία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bak-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβακτηρία θηλυκό