Δείτε επίσης: βακτήρια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βακτηρία οι βακτηρίες
      γενική της βακτηρίας των βακτηριών
    αιτιατική τη βακτηρία τις βακτηρίες
     κλητική βακτηρία βακτηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βακτηρία < αρχαία ελληνική βακτηρία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bak-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βακτηρία θηλυκό

  1. μπαστούνι
  2. ραβδί
  3. πατερίτσα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βακτηρί αἱ βακτηρίαι
      γενική τῆς βακτηρίᾱς τῶν βακτηριῶν
      δοτική τῇ βακτηρί ταῖς βακτηρίαις
    αιτιατική τὴν βακτηρίᾱν τὰς βακτηρίᾱς
     κλητική ! βακτηρί βακτηρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βακτηρί
γεν-δοτ τοῖν  βακτηρίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βακτηρία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bak-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βακτηρία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία