βακτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βακτήριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βακτήριον, υποκοριστικό του βακτηρία (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική bactérie < μεσαιωνική λατινική bacterium < αρχαία ελληνική βακτήριον)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβακτήριο ουδέτερο
- (βιολογία) οργανισμός που ανήκει στο αυτόνομο βασίλειο μονοκύτταρων μικροοργανισμών που ζουν σαν σαπρόφυτα ή σαν παράσιτα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαπαράγωγα-σύνθετα
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη βακτηρία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βακτήριο
Πηγές
επεξεργασία- βακτήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βακτήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 527-528.