πατερίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατερίτσα < μεσαιωνική ελληνική πατερική (ράβδος, βακτηρία) < πατερικός < αρχαία ελληνική πατήρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατερίτσα θηλυκό
- η ποιμαντορική ράβδος, διακριτικό του αξιώματος του επισκόπου
- το δεκανίκι
- (ψάρι, ιδιωματικό) η ζύγαινα, σφυροκέφαλος καρχαρίας
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Ζύγαινα στη Βικιπαίδεια