Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατερίτσα οι πατερίτσες
      γενική της πατερίτσας των πατεριτσών
    αιτιατική την πατερίτσα τις πατερίτσες
     κλητική πατερίτσα πατερίτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα ζευγάρι πατερίτσες

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατερίτσα < μεσαιωνική ελληνική πατερική (ράβδος, βακτηρία) < πατερικός < αρχαία ελληνική πατήρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατερίτσα θηλυκό

  1. η ποιμαντορική ράβδος, διακριτικό του αξιώματος του επισκόπου
  2. το δεκανίκι
  3. (ψάρι, ιδιωματικό) η ζύγαινα, σφυροκέφαλος καρχαρίας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία