ζύγαινα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζύγαινα | οι | ζύγαινες |
γενική | της | ζύγαινας | των | ζυγαινών |
αιτιατική | τη | ζύγαινα | τις | ζύγαινες |
κλητική | ζύγαινα | ζύγαινες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζύγαινα < αρχαία ελληνική ζύγαινα[1] [2]
- (εντομολογικός όρος) < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική zygène[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζύγαινα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Zygaena (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- σφύρνα
- σφυροκέφαλος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ζύγαινα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 ζύγαινα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)