↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρχαρίας οι καρχαρίες
      γενική του καρχαρία των καρχαριών
    αιτιατική τον καρχαρία τους καρχαρίες
     κλητική καρχαρία καρχαρίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένας μαυροπτέρυγος καρχαρίας

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρχαρίας < αρχαία ελληνική καρχαρίας [1] < κάρχαρος (αιχμηρός, κοφτερός)
για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική requin

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaɾ.xaˈɾi.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐χα‐ρί‐ας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρχαρίας αρσενικό

  1. (ψάρι) το σαρκοβόρο ψάρι που έχει ιδιαίτερες ικανότητες στο κολύμπι εξαιτίας του υδροδυναμικού σώματός του, με αιχμηρά σαγόνια δυνατή ουρά και χαρακτηριστικό πτερύγιο. Αποτελεί υφομοταξία των χονδριχθυών.
  2. (μεταφορικά) ο πλούσιος άνθρωπος που ενδιαφέρεται μόνο για τα προσωπικά του οφέλη, ο άρπαγας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καρχαρίᾱς οἱ καρχαρίαι
      γενική τοῦ καρχαρίου τῶν καρχαριῶν
      δοτική τῷ καρχαρί τοῖς καρχαρίαις
    αιτιατική τὸν καρχαρίᾱν τοὺς καρχαρίᾱς
     κλητική ! καρχαρί καρχαρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καρχαρί
γεν-δοτ τοῖν  καρχαρίαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρχαρίας < κάρχαρ(ος) + -ίας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρχαρίας, -ου αρσενικό

  1. (ψάρι) καρχαρίας, σκυλόψαρο
    ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 4.7.2 @scaife.perseus
    ἡ δὲ θάλαττα θηριώδης· πλείστους δὲ ἔχει τοὺς καρχαρίας, ὥστε μὴ εἶναι κολυμβῆσαι.
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 7, 120 @scaife.perseus, @el.wikisource
    Μνησίμαχος δ’ ἐν Ἱπποτρόφῳ (II 438, 36 K)·
    τῶν καρχαριῶν
    νάρκη, βάτραχος, πέρκη, σαῦρος,
    τριχίας, φυκίς, βρίγκος, τρίγλη,
    κόκκυξ.
    ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του κωμικού ποιητή Μνησίμαχου (4ος αιώνας π.Χ.).
  2. (μεταφορικά) αχόρταγος
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 7, 76 @scaife.perseus, @el.wikisource
    Νουμήνιος ὁ Ἡρακλεώτης ἐν τῷ Ἁλιευτικῷ φησιν
    ἄλλοτε καρχαρίην, ὁτὲ δὲ ῥόθιον ψαμαθῖδα. σώφρων
    Θυννοθήρᾳ·
    ἁ δὲ γαστὴρ ὑμέων καρχαρίας, ὅκκα τινὸς δῆσθε.
    ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του Νουμήνιου του Ηρακλεώτη (3ος αιώνας π.Χ.).

Συγγενικά

επεξεργασία