καρχαρίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρχαρίας < αρχαία ελληνική καρχαρίας [1] < κάρχαρος (αιχμηρός, κοφτερός)
- για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική requin
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaɾ.xaˈɾi.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐χα‐ρί‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρχαρίας αρσενικό
- (ψάρι) το σαρκοβόρο ψάρι που έχει ιδιαίτερες ικανότητες στο κολύμπι εξαιτίας του υδροδυναμικού σώματός του, με αιχμηρά σαγόνια δυνατή ουρά και χαρακτηριστικό πτερύγιο. Αποτελεί υφομοταξία των χονδριχθυών.
- (μεταφορικά) ο πλούσιος άνθρωπος που ενδιαφέρεται μόνο για τα προσωπικά του οφέλη, ο άρπαγας
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- καρχαρίας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρχαρίας
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καρχαρίας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καρχαρίᾱς | οἱ | καρχαρίαι |
γενική | τοῦ | καρχαρίου | τῶν | καρχαριῶν |
δοτική | τῷ | καρχαρίᾳ | τοῖς | καρχαρίαις |
αιτιατική | τὸν | καρχαρίᾱν | τοὺς | καρχαρίᾱς |
κλητική ὦ! | καρχαρίᾱ | καρχαρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρχαρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καρχαρίαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρχαρίας < κάρχαρ(ος) + -ίας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρχαρίας, -ου αρσενικό
- (ψάρι) καρχαρίας, σκυλόψαρο
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 4.7.2 @scaife.perseus
- ἡ δὲ θάλαττα θηριώδης· πλείστους δὲ ἔχει τοὺς καρχαρίας, ὥστε μὴ εἶναι κολυμβῆσαι.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 7, 120 @scaife.perseus, @el.wikisource
- Μνησίμαχος δ’ ἐν Ἱπποτρόφῳ (II 438, 36 K)·
τῶν καρχαριῶν
νάρκη, βάτραχος, πέρκη, σαῦρος,
τριχίας, φυκίς, βρίγκος, τρίγλη,
κόκκυξ.- ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του κωμικού ποιητή Μνησίμαχου (4ος αιώνας π.Χ.).
- Μνησίμαχος δ’ ἐν Ἱπποτρόφῳ (II 438, 36 K)·
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 4.7.2 @scaife.perseus
- (μεταφορικά) αχόρταγος
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 7, 76 @scaife.perseus, @el.wikisource
- Νουμήνιος ὁ Ἡρακλεώτης ἐν τῷ Ἁλιευτικῷ φησιν
ἄλλοτε καρχαρίην, ὁτὲ δὲ ῥόθιον ψαμαθῖδα. σώφρων
Θυννοθήρᾳ·
ἁ δὲ γαστὴρ ὑμέων καρχαρίας, ὅκκα τινὸς δῆσθε.- ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του Νουμήνιου του Ηρακλεώτη (3ος αιώνας π.Χ.).
- Νουμήνιος ὁ Ἡρακλεώτης ἐν τῷ Ἁλιευτικῷ φησιν
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 7, 76 @scaife.perseus, @el.wikisource
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κάρχαρος
Πηγές
επεξεργασία- καρχαρίας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.