σκυλόψαρο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /sci.ˈlɔ.psa.ɾɔ/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σκυλόψαρο ουδέτερο
- (ιχθυολογία) κάθε ψάρι που μοιάζει στον καρχαρία, έχει αιχμηρά δόντια και ζει στο βυθό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σκυλόψαρο
→ δείτε τη λέξη καρχαρίας |