πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκυλόψαρο τα σκυλόψαρα
      γενική του σκυλόψαρου των σκυλόψαρων
    αιτιατική το σκυλόψαρο τα σκυλόψαρα
     κλητική σκυλόψαρο σκυλόψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα σκυλόψαρο.

Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυλόψαρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *σκυλόψαρον (συγκρίνετε με το σκυλόψαρος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε σκυλό- + -ψαρο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκυλόψαρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία