↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαλαινοκαρχαρίας οι φαλαινοκαρχαρίες
      γενική του φαλαινοκαρχαρία των φαλαινοκαρχαριών
    αιτιατική τον φαλαινοκαρχαρία τους φαλαινοκαρχαρίες
     κλητική φαλαινοκαρχαρία φαλαινοκαρχαρίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαλαινοκαρχαρίας < φάλαινα και καρχαρίας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική whale shark

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαλαινοκαρχαρίας αρσενικό

  • σχετικά σπάνιο είδος καρχαρία, που είναι ιδιαίτερα ογκώδης και τρέφεται κυρίως με πλαγκτόν

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία