Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το πλαγκτόν
      γενική του πλαγκτού
    αιτιατική το πλαγκτόν
     κλητική πλαγκτόν
Κατηγορία όπως «εμβαδόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαγκτόν < λόγιο ενδογενές δάνειο: < γερμανική Plankton [1] ή (αντιδάνειο) < γαλλική plancton < γερμανική Plankton < και τα δύο: ουδέτερο για την αρχαία ελληνική πλαγκτός (που πλέει άστατα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /plaŋˈkton/ & /plaŋˈɡton/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλαγκτόν ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  • (βιολογία) μικροσκοπικοί φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί διαφόρων μεγεθών που ζουν στην στην επιφάνεια θαλάσσιων οικοσυστημάτατων, όπου αποτελούν την βάση της τροφικής αλυσίδας

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία