πλαγκτόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλαγκτόν | ||
γενική | του | πλαγκτού | ||
αιτιατική | το | πλαγκτόν | ||
κλητική | πλαγκτόν | |||
Κατηγορία όπως «εμβαδόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλαγκτόν < λόγιο ενδογενές δάνειο: < γερμανική Plankton [1] ή (αντιδάνειο) < γαλλική plancton < γερμανική Plankton < και τα δύο: ουδέτερο για την αρχαία ελληνική πλαγκτός (που πλέει άστατα)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλαγκτόν ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (βιολογία) μικροσκοπικοί φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί διαφόρων μεγεθών που ζουν στην στην επιφάνεια θαλάσσιων οικοσυστημάτατων, όπου αποτελούν την βάση της τροφικής αλυσίδας
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πλαγκτόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας