Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το ζωοπλαγκτόν
      γενική του ζωοπλαγκτού
    αιτιατική το ζωοπλαγκτόν
     κλητική ζωοπλαγκτόν
Κατηγορία όπως «εμβαδόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωοπλαγκτόν < (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία zoo- (ζωο- + Plankton / plancton (πλαγκτόν) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zo.o.plaŋˈkton/ & /zo.o.plaŋˈɡton/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζω‐ο‐πλα‐γκτόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωοπλαγκτόν ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία