ζωοπλαγκτόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζωοπλαγκτόν | ||
γενική | του | ζωοπλαγκτού | ||
αιτιατική | το | ζωοπλαγκτόν | ||
κλητική | ζωοπλαγκτόν | |||
Κατηγορία όπως «εμβαδόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζωοπλαγκτόν < (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία zoo- (ζωο- + Plankton / plancton (πλαγκτόν) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zo.o.plaŋˈkton/ & /zo.o.plaŋˈɡton/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ο‐πλα‐γκτόν
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζωοπλαγκτόν ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- πλαγκτόν που αποτελείται από μικροσκοπικούς ζωικούς οργανισμούς, σε αντιδιαστολή με τους φυτικούς (του φυτοπλαγκτού)
- ↪ Οι μικροί οργανισμοί τού ζωοπλαγκτού τρέφονται με βακτήρια, φυτοπλαγκτόν, νεκρή οργανική ύλη. Η κίνησή τους μπορεί να είναι εκούσια ή ακούσια.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωοπλαγκτόν
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ζωοπλαγκτόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας