Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το φυτοπλαγκτόν
      γενική του φυτοπλαγκτού
    αιτιατική το φυτοπλαγκτόν
     κλητική φυτοπλαγκτόν
Κατηγορία όπως «εμβαδόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυτοπλαγκτόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική phytoplancton < phyto- (φυτο-) + plancton (πλαγκτόν)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.to.plaŋˈkton/ & /fi.to.plaŋˈɡton/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐το‐πλα‐γκτόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυτοπλαγκτόν ουδέτερο

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία