φυτοπλαγκτόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυτοπλαγκτόν | ||
γενική | του | φυτοπλαγκτού | ||
αιτιατική | το | φυτοπλαγκτόν | ||
κλητική | φυτοπλαγκτόν | |||
Κατηγορία όπως «εμβαδόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυτοπλαγκτόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική phytoplancton < phyto- (φυτο-) + plancton (πλαγκτόν)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fi.to.plaŋˈkton/ & /fi.to.plaŋˈɡton/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐το‐πλα‐γκτόν
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυτοπλαγκτόν ουδέτερο
- (βιολογία) πλαγκτόν στο οποίο περιλαμβάνονται μικροσκοπικοί οργανισμοί φυτικής προέλευσης
Υπερώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυτοπλαγκτόν
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φυτοπλαγκτόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας