πλαγκτός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλαγκτός < πλάζω
Επίθετο επεξεργασία
πλαγκτός, -ή, -όν και πλαγκτός, -ός, -όν
- περιπλανώμενος, περιφερόμενος, ασταθής, μη σταθερός, ο πλάγιος, ο αποκκλίνων
- (μεταφορικά) παράφρων, αλλόφρων
Συγγενικά επεξεργασία
- Πλαγκταί πέτραι (δηλ. οι μετέπειτα Συμπληγάδες)
Πηγές επεξεργασία
- πλαγκτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.