Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαγκτός < πλάζω

  Επίθετο επεξεργασία

πλαγκτός, -ή, -όν και πλαγκτός, -ός, -όν

  1. περιπλανώμενος, περιφερόμενος, ασταθής, μη σταθερός, ο πλάγιος, ο αποκκλίνων
  2. (μεταφορικά) παράφρων, αλλόφρων

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία