Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περιφερόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
περιφερόμεν
ος
η
περιφερόμεν
η
το
περιφερόμεν
ο
γενική
του
περιφερόμεν
ου
της
περιφερόμεν
ης
του
περιφερόμεν
ου
αιτιατική
τον
περιφερόμεν
ο
την
περιφερόμεν
η
το
περιφερόμεν
ο
κλητική
περιφερόμεν
ε
περιφερόμεν
η
περιφερόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
περιφερόμεν
οι
οι
περιφερόμεν
ες
τα
περιφερόμεν
α
γενική
των
περιφερόμεν
ων
των
περιφερόμεν
ων
των
περιφερόμεν
ων
αιτιατική
τους
περιφερόμεν
ους
τις
περιφερόμεν
ες
τα
περιφερόμεν
α
κλητική
περιφερόμεν
οι
περιφερόμεν
ες
περιφερόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
περιφερόμενος
<
περιφέρομαι
Μετοχή
επεξεργασία
περιφερόμενος, -η, -ο
που
περιφέρεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περιφερόμενος
γαλλικά
:
ambulant
(fr)