πλάζω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλάζω < συγγενές του πλήσσω
Ρήμα επεξεργασία
πλάζω
Συγγενικά επεξεργασία
- πλαγκτοσύνη
- πλαγκτός, ή, όν : ο περιπλανώμενος, ο περιφερόμενος, ο πλάγιος αλλά και ο παράφρων
- Πλαγκταί πέτραι, οι μετέπειτα Συμπληγάδες