πολύπλαγκτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολύπλαγκτος, -ος, -ον, συγκριτικός :πολυπλαγκτότερος
- που περιπλανιέται πολύ, που έχει περιπλανηθεί για πολύ καιρό
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 195 (195-196)
- ἀλλὰ θεοὶ δυόωσι πολυπλάγκτους ἀνθρώπους, | ὁππότε καὶ βασιλεῦσιν ἐπικλώσωνται ὀϊζύν.»
- Αλλά ρημάζουν οι θεοί όσους στα ξένα παραδέρνουν, | ακόμη κι ένα βασιλιά στη συμφορά τον παγιδεύουν.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλὰ θεοὶ δυόωσι πολυπλάγκτους ἀνθρώπους, | ὁππότε καὶ βασιλεῦσιν ἐπικλώσωνται ὀϊζύν.»
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 1186 (1185-1186)
- τίς ἄρα νέατος ἐς πότε λή-|ξει πολυπλάγκτων ἐτέων ἀριθμός,
- Πότε και ποιός ύστατος αριθμός θα σταματήσει | της μακρινής μου περιπλάνησης τα χρόνια;
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- τίς ἄρα νέατος ἐς πότε λή-|ξει πολυπλάγκτων ἐτέων ἀριθμός,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 572 (571-573)
- καὶ τότε δὴ τίς ἦν ὁ θέλ-|ξας πολύπλαγκτον ἀθλίαν | οἰστροδόνητον Ἰώ;
- Μα ποιός τότε ήταν που γήτεψε | την τρισάθλια πολυπλάνητην Ιώ | την οιστροδαιμονισμένη;
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- καὶ τότε δὴ τίς ἦν ὁ θέλ-|ξας πολύπλαγκτον ἀθλίαν | οἰστροδόνητον Ἰώ;
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 195 (195-196)
- που οδηγεί κάποιον μακριά από τον στόχο του, που τον παραπλανά
- που κινείται συνεχώς
- (για σκέψη) που σφάλλει πολύ
Συγγενικά
επεξεργασία- πολυπλαγκτοσύνη
- → και δείτε τις λέξεις πολύ-, πολύς και πλάζω
Πηγές
επεξεργασία- πολύπλαγκτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύπλαγκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.