→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολύπλαγκτος τὸ πολύπλαγκτον
      γενική τοῦ/τῆς πολυπλάγκτου τοῦ πολυπλάγκτου
      δοτική τῷ/τῇ πολυπλάγκτ τῷ πολυπλάγκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολύπλαγκτον τὸ πολύπλαγκτον
     κλητική ! πολύπλαγκτε πολύπλαγκτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολύπλαγκτοι τὰ πολύπλαγκτ
      γενική τῶν πολυπλάγκτων τῶν πολυπλάγκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυπλάγκτοις τοῖς πολυπλάγκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυπλάγκτους τὰ πολύπλαγκτ
     κλητική ! πολύπλαγκτοι πολύπλαγκτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυπλάγκτω τὼ πολυπλάγκτω
      γεν-δοτ τοῖν πολυπλάγκτοιν τοῖν πολυπλάγκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύπλαγκτος < πολύ + πλάζω

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύπλαγκτος, -ος, -ον, συγκριτικός:πολυπλαγκτότερος

  1. που περιπλανιέται πολύ, που έχει περιπλανηθεί για πολύ καιρό
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 195 (195-196)
    ἀλλὰ θεοὶ δυόωσι πολυπλάγκτους ἀνθρώπους, | ὁππότε καὶ βασιλεῦσιν ἐπικλώσωνται ὀϊζύν.»
    Αλλά ρημάζουν οι θεοί όσους στα ξένα παραδέρνουν, | ακόμη κι ένα βασιλιά στη συμφορά τον παγιδεύουν.»
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 1186 (1185-1186)
    τίς ἄρα νέατος ἐς πότε λή-|ξει πολυπλάγκτων ἐτέων ἀριθμός,
    Πότε και ποιός ύστατος αριθμός θα σταματήσει | της μακρινής μου περιπλάνησης τα χρόνια;
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 572 (571-573)
    καὶ τότε δὴ τίς ἦν ὁ θέλ-|ξας πολύπλαγκτον ἀθλίαν | οἰστροδόνητον Ἰώ;
    Μα ποιός τότε ήταν που γήτεψε | την τρισάθλια πολυπλάνητην Ιώ | την οιστροδαιμονισμένη;
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
  2. που οδηγεί κάποιον μακριά από τον στόχο του, που τον παραπλανά
  3. που κινείται συνεχώς
  4. (για σκέψη) που σφάλλει πολύ

Συγγενικά

επεξεργασία