συμπληγάδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | συμπληγάδες | ||
γενική | των | συμπληγάδων | ||
αιτιατική | τις | συμπληγάδες | ||
κλητική | συμπληγάδες | |||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπληγάδες < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φράση πέτραι Συμπληγάδες[1] < πέτρα & συμπληγάς (που χτυπάει μαζί) < → δείτε τη λέξη συμπλήσσω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sim.bliˈɣa.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπλη‐γά‐δες
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπληγάδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (ελληνική μυθολογία) μυθολογικοί βράχοι στις ακτές του Βοσπόρου που κατέστρεφαν πλοία καθώς αυτά περνούσαν ανάμεσά τους
- (μεταφορικά) εμπόδια που καθιστούν αδύνατη την επίτευξη ενός σκοπού
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπληγάδες
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συμπληγάδες - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασυμπληγάδες θηλυκό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του συμπληγάς
- άλλες μορφές: αττικός τύπος : ξυμπληγάδες