Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βόσπορος οι Βόσποροι
      γενική του Βόσπορου
Βοσπόρου
των Βόσπορων
Βοσπόρων
    αιτιατική τον Βόσπορο τους Βόσπορους
Βοσπόρους
     κλητική Βόσπορε Βόσποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Δορυφορική φωτογραφία του Βοσπόρου.

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βόσπορος < αρχαία ελληνική Βόσπορος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvo.spo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βό‐σπο‐ρος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βόσπορος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βόσπορος οἱ Βόσποροι
      γενική τοῦ Βοσπόρου τῶν Βοσπόρων
      δοτική τῷ Βοσπόρ τοῖς Βοσπόροις
    αιτιατική τὸν Βόσπορον τοὺς Βοσπόρους
     κλητική ! Βόσπορε Βόσποροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βοσπόρω
γεν-δοτ τοῖν  Βοσπόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βόσπορος < άμεσο δάνειο από τη θρακική (τοπωνύμιο). To πρώτο συνθετικό, Βοοσ- άγνωστης προέλευσης. Το δεύτερο συνθετικό, πόρος (πέρασμα) [1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βόσπορος αρσενικό

  • ονομασία πορθμών και στενών
    ※  Scholia in Sophoclem, (scholia vetera), 1.884 @scaife.perseus
    Βοσπορίων: τῶν εἰς τὸν Βόσπορον ῥεόντων Τρωικῶν ποταμῶν· δύο δέ εἰσι Βόσποροι, ὁ μὲν κατὰ τὴν Προποντίδα ὁ δὲ Θρᾳκικὸς ὥς φησι Φιλέας
    → δείτε και τη λέξη Βόσπορος (νέα ελληνικά)

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

  Πηγές επεξεργασία