πλάγιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλάγιος | η | πλάγια & πλαγία |
το | πλάγιο |
γενική | του | πλάγιου & πλαγίου |
της | πλάγιας & πλαγίας |
του | πλάγιου & πλαγίου |
αιτιατική | τον | πλάγιο | την | πλάγια & πλαγία |
το | πλάγιο |
κλητική | πλάγιε | πλάγια & πλάγια |
πλάγιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλάγιοι | οι | πλάγιες | τα | πλάγια |
γενική | των | πλάγιων & πλαγίων |
των | πλάγιων & πλαγίων |
των | πλάγιων & πλαγίων |
αιτιατική | τους | πλάγιους & πλαγίους |
τις | πλάγιες | τα | πλάγια |
κλητική | πλάγιοι | πλάγιες | πλάγια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλάγιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική
Επίθετο
επεξεργασία- πλάγιος, -α / -'α, -ο με επιπλέον λόγιους τύπους
- ο μη ευθύς, αυτός που έχει κλίση προς έναν νοητό ή πραγματικό κάθετο άξονα ή πάντως σε σύγκριση με ένα άλλο επίπεδο ή ευθεία αναφοράς, ο κεκλιμένος, ο στραβός, ο λοξός
- (γεωμετρία) Πλάγια ευθεία προς επίπεδο, ονομάζεται κάθε ευθεία που το τέμνει χωρίς να είναι κάθετη προς αυτό.
- (τυπογραφία) τα πλάγια στοιχεία είναι τα κεκλιμένα, τα πλαγιαστά
- ⮡ η πλάγια γραφή
- (συντακτικό) η μη άμεση έκφραση, ο λόγος (πρόταση, ερώτηση) που δεν εκφέρεται στο πρώτο πρόσωπο αλλά μεταφέρεται από άλλον
- ⮡ πλάγιος λόγος (Ο Κώστας είπε να μην έρθεις), πλάγια ερώτηση (Ο Κώστας ρώτησε αν πρέπει να έρθεις ή όχι)
- (γραμματική) οι πτώσεις της γενικής, δοτικής και αιτιατικής, σε αντιδιαστολή προς την κυρίως ορθή πτώση της ονομαστικής, επειδή σε αυτές το υποκείμενο δεν συνδέεται άμεσα με το ρήμα αλλά έμμεσα και πλαγίως, υποδηλώνοντας κάποια σχέση (του γένους, της αιτίας κ.λπ.)
- ο πλευρικός
- ⮡ άντε πλάγιο βηματισμό (δηλαδή προς τα αριστερά ή δεξιά)
- (βυζαντινή μουσική) υποδιαίρεση «ήχων» της βυζαντινής μουσικής
- ⮡ σε ήχο πρώτο πλάγιο
- (μουσική, αρμονία) είδος μουσικής πτώσης με την υποδεσπόζουσα (συγχορδία της τέταρτης βαθμίδας) να οδηγεί στην τονική
- ⮡ Ακολουθεί μια coda με πλάγια πτώση.
- αυτός που προέρχεται από το πλάι, από αριστερά ή δεξιά
- ⮡ πλάγιος άνεμος (ο αέρας στη μπάντα του πλοίου)
- το έμμεσο, διακριτικό ή το υπαινικτικό και λιγότερο επιθετικό κάτω από τις περιστάσεις
- ⮡ Μην τον προσβάλεις, πες του το με πλάγιο τρόπο.
- ⮡ Του έριξε βουβά ένα πλάγιο βλέμμα που έλεγε πολλά.
- το ανήθικο, το ύπουλο, το παράνομο ή παράτυπο, αυτό που παρακάμπτει την ευθεία και συνήθη οδό
- ⮡ Μπορείς να τον καταφέρεις και με πλάγιο τρόπο.
- ⮡ Μετήλθε πλάγια μέσα για να προσληφθεί.
- ⮡ Πήρε προαγωγή δια της πλαγίας οδού.
- τρόπος συγγένειας
- ⮡ Οι πλάγιοι συγγενείς είναι οι εξ αγχιστείας, οι μη εξ αίματος.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- πλαγιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πλαγιο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά:
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλάγιος
Πηγές
επεξεργασία- πλάγιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πλάγιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πλάγιος | ἡ | πλαγίᾱ & πλάγιος |
τὸ | πλάγιον |
γενική | τοῦ | πλαγίου | τῆς | πλαγίᾱς & πλαγίου |
τοῦ | πλαγίου |
δοτική | τῷ | πλαγίῳ | τῇ | πλαγίᾳ & πλαγίῳ |
τῷ | πλαγίῳ |
αιτιατική | τὸν | πλάγιον | τὴν | πλαγίᾱν & πλάγιον |
τὸ | πλάγιον |
κλητική ὦ! | πλάγιε | πλαγίᾱ & πλάγιε |
πλάγιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | πλάγιοι | αἱ | πλάγιαι & πλάγιοι |
τὰ | πλάγιᾰ |
γενική | τῶν | πλαγίων | τῶν | πλαγίων & πλαγίων |
τῶν | πλαγίων |
δοτική | τοῖς | πλαγίοις | ταῖς | πλαγίαις & πλαγίοις |
τοῖς | πλαγίοις |
αιτιατική | τοὺς | πλαγίους | τὰς | πλαγίᾱς & πλαγίους |
τὰ | πλάγιᾰ |
κλητική ὦ! | πλάγιοι | πλάγιαι & πλάγιοι |
πλάγιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλαγίω | τὼ | πλαγίᾱ & πλαγίω |
τὼ | πλαγίω |
γεν-δοτ | τοῖν | πλαγίοιν | τοῖν | πλαγίαιν & πλαγίοιν |
τοῖν | πλαγίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλάγιος < *plag-jo, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pela- (πλατύς, επίπεδος). Συγγενή: αρχαία ελληνικά πλάγος (πλαγιά), πέλαγος, πλάξ, πλήσσω, η λατινική palma (παλάμη). [1]
Επίθετο
επεξεργασίαπλάγιος, -α, -ον & - ος, -ος, -ον
- πλαγίως διατεταγμένος, εγκαρσίως τοποθετημένος, καθέτως
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 59
- ἔκλῃον οὖν τόν τε λιμένα εὐθύς τὸν μέγαν, ἔχοντα τὸ στόμα ὀκτώ σταδίων μάλιστα, τριήρεσι πλαγίαις καὶ πλοίοις καὶ ἀκάτοις ἐπ᾽ ἀγκυρῶν ὁρμίζοντες
- ήρχισαν λοιπόν να κλειουν το στόμιο του λιμένος, το οποίο είχε μάλιστα πλάτος περίπου οκτώ σταδίων, τοποθετούντες πλαγίως εις αυτό τριήρεις και μεγάλα και μικρά πλοία, τα οποία εστερέωναν δι' αγκύρων
- Aπόδοση: Ελευθέριος Βενιζέλος
- ἔκλῃον οὖν τόν τε λιμένα εὐθύς τὸν μέγαν, ἔχοντα τὸ στόμα ὀκτώ σταδίων μάλιστα, τριήρεσι πλαγίαις καὶ πλοίοις καὶ ἀκάτοις ἐπ᾽ ἀγκυρῶν ὁρμίζοντες
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 59
- κεκλιμένος, κατηφορικός
- (μεταφορικά) δόλιος, πλανερός
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- πλαγιο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα πλαγιο- στο Βικιλεξικό όπως πλαγίαυλος
- Λέξεις πλαγι- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πλάγιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλάγιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.