Ετυμολογία

επεξεργασία

εξ αίματος

  1. (νομικός όρος) από αίμα· που προκύπτει λόγω κοινής οικογενειακής καταγωγής
      Αυτή κι η μητέρα της συνδέονται με συγγένεια εξ αίματος πρώτου βαθμού.
  2. (επιθετικοποιημένο)
      Επιβεβαιώθηκε ότι είναι εξ αίματος συγγενείς.
 αντώνυμα: εξ αγχιστείας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία