↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλαγιομετωπικός η πλαγιομετωπική το πλαγιομετωπικό
      γενική του πλαγιομετωπικού της πλαγιομετωπικής του πλαγιομετωπικού
    αιτιατική τον πλαγιομετωπικό την πλαγιομετωπική το πλαγιομετωπικό
     κλητική πλαγιομετωπικέ πλαγιομετωπική πλαγιομετωπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλαγιομετωπικοί οι πλαγιομετωπικές τα πλαγιομετωπικά
      γενική των πλαγιομετωπικών των πλαγιομετωπικών των πλαγιομετωπικών
    αιτιατική τους πλαγιομετωπικούς τις πλαγιομετωπικές τα πλαγιομετωπικά
     κλητική πλαγιομετωπικοί πλαγιομετωπικές πλαγιομετωπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλαγιομετωπικός < πλάγιος + μετωπικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πλαγιομετωπικός, -ή, -ό

  1. συνήθως για σύγκρουση οχημάτων, αλλά και για φορά ανέμων
    Οι δρομείς είχαν δυστυχώς πλαγιομετωπικό τον άνεμο...
  2. (μεταφορικά) για τρόπο αντιπαράθεσης που δεν είναι μετωπικά συγκρουσιακός, αλλά ούτε και ήπιος, απεναντίας προκαλεί μεγάλες φθορές από το πλαϊνά αλλά -τελικά- και μετωπικά (από μπροστά, άμεσα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία