Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετωπικός η μετωπική το μετωπικό
      γενική του μετωπικού της μετωπικής του μετωπικού
    αιτιατική τον μετωπικό τη μετωπική το μετωπικό
     κλητική μετωπικέ μετωπική μετωπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετωπικοί οι μετωπικές τα μετωπικά
      γενική των μετωπικών των μετωπικών των μετωπικών
    αιτιατική τους μετωπικούς τις μετωπικές τα μετωπικά
     κλητική μετωπικοί μετωπικές μετωπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετωπικός < μέτωπο + -ικός ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική frontal

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.to.piˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /me.to.piˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /me.to.piˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

μετωπικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με το μέτωπο
  2. που σχετίζεται με το μέτωπο μιας στρατιωτικής παράταξης
  3. που σχετίζεται με τη συμμαχία ανάμεσα σε οργανώσεις ή ομάδες
  4. που γίνεται κατά μέτωπο, από μπροστά
  5. (μετεωρολογία) που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο -συχνά, διαφορετικές- αέριες μάζες και τις χωρίζει

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία