Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μετωπιαίος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μετωπιαί
ος
η
μετωπιαί
α
το
μετωπιαί
ο
γενική
του
μετωπιαί
ου
της
μετωπιαί
ας
του
μετωπιαί
ου
αιτιατική
τον
μετωπιαί
ο
τη
μετωπιαί
α
το
μετωπιαί
ο
κλητική
μετωπιαί
ε
μετωπιαί
α
μετωπιαί
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μετωπιαί
οι
οι
μετωπιαί
ες
τα
μετωπιαί
α
γενική
των
μετωπιαί
ων
των
μετωπιαί
ων
των
μετωπιαί
ων
αιτιατική
τους
μετωπιαί
ους
τις
μετωπιαί
ες
τα
μετωπιαί
α
κλητική
μετωπιαί
οι
μετωπιαί
ες
μετωπιαί
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μετωπιαίος
<
αρχαία ελληνική
μετωπιαῖος
<
μέτωπον
Επίθετο
επεξεργασία
μετωπιαίος
σχετικός με το
μέτωπο
(
ανατομία
) που βρίσκεται στο
μέτωπο
Συγγενικά
επεξεργασία
μετωπικότητα
μετωπικά
μετωπικός
μέτωπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μετωπιαίος
αγγλικά
:
frontal
(en)
γαλλικά
:
frontal
(fr)