μετωπιαίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μετωπιαίο
- μετωπιαίος, στην αιτιατική του ενικού
μετωπιαίο, ουδέτερο του μετωπιαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
μετωπιαίο
μετωπιαίο, ουδέτερο του μετωπιαίος