μέτωπον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μέτωπον | τὰ | μέτωπᾰ |
γενική | τοῦ | μετώπου | τῶν | μετώπων |
δοτική | τῷ | μετώπῳ | τοῖς | μετώποις |
αιτιατική | τὸ | μέτωπον | τὰ | μέτωπᾰ |
κλητική ὦ! | μέτωπον | μέτωπᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετώπω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μετώποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μέτωπον < (μετά) μέτ- + (*ὤψ) ωπ- + -ον. Δείτε και την ερμηνεία του Αριστοτέλη ότι σημαίνει «ανάμεσα στα μάτια».
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμέτωπον ουδέτερο
- (ανθρώπινο σώμα) το μέρος ανάμεσα στα μάτια, το μέτωπο
- ※ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 491b
Τὸ δ' ὑπὸ τὸ κρανίον ὀνομάζεται πρόσωπον ἐπὶ μόνου τῶν ἄλλων ζῴων ἀνθρώπου· ἰχθύος γὰρ καὶ βοὸς οὐ λέγεται πρόσωπον. Προσώπου δὲ τὸ μὲν ὑπὸ τὸ βρέγμα μεταξὺ τῶν ὀμμάτων μέτωπον.
- ※ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 491b
- το μπροστινό μέρος τοίχου, κτιρίου
- (στρατιωτικός όρος) η πρώτη γραμμή στρατού ή στόλου
- ※ Ξενοφών Κύρου Παιδεία, 2.4
ἐν ὀλίγῳ δὲ χρόνῳ ἐγένοντο τὸ μὲν μέτωπον ἐπὶ τριακοσίων (τοσοῦτοι γὰρ ἦσαν οἱ ταξίαρχοι), τὸ δὲ βάθος ἐφ’ ἑκατόν
- ※ Ξενοφών Κύρου Παιδεία, 2.4
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
μετωπ-
μετωπ-
- ἀκρομέτωπος
- ἀντιμέτωπος
- ἀργομέτωπος
- δασυμέτωπος
- διμέτωπος
- εὐρυμέτωπος
- ἰσομέτωπος
- κρυψιμέτωπος
- λευκομέτωπος
- μεγαλομέτωπος
- Μετώπα
- μετωπαδόν
- μετωπηδόν
- μετωπιαῖος
- μετωπίας
- μετωπίδιος
- μετωπικός
- μετώπιον
- μετωπίς
- μετωποσκόπος
- μετωποσώφρων
- περιμετωπίδιος
- πλατυμέτωπος
- προμετωπίδιος
- προμετωπίς
- προμέτωπος
- θηροζυγοκαμψιμέτωπος
- ταυρομέτωπος
- ὑγρομέτωπος
- ὑπερμετώπιος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μέτωπον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέτωπον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.