προμετωπίδιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προμετωπίδιος < ελληνιστική κοινή προμετωπίδιος[1] < αρχαία ελληνική πρό + μέτωπον
Επίθετο
επεξεργασίαπρομετωπίδιος, -α, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που βρίσκεται στο μέτωπο ή μπροστά απ’ αυτό
- (ουσιαστικοποιημένο) προμετωπίδιο: του λουρί από τα χαλινάρια που περνάει από το μέτωπο του αλόγου
Μεταφράσεις
επεξεργασία προμετωπίδιος
|
Πηγές
επεξεργασία- προμετωπίδιος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- προμετωπίδιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προμετωπίδιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ προμετωπίδιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.