Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διμέτωπος η διμέτωπη το διμέτωπο
      γενική του διμέτωπου της διμέτωπης του διμέτωπου
    αιτιατική τον διμέτωπο τη διμέτωπη το διμέτωπο
     κλητική διμέτωπε διμέτωπη διμέτωπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διμέτωποι οι διμέτωπες τα διμέτωπα
      γενική των διμέτωπων των διμέτωπων των διμέτωπων
    αιτιατική τους διμέτωπους τις διμέτωπες τα διμέτωπα
     κλητική διμέτωποι διμέτωπες διμέτωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διμέτωπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διμέτωπος (δίς) δι- + μέτωπ(ον) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

διμέτωπος, -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διμέτωπος τὸ διμέτωπον
      γενική τοῦ/τῆς διμετώπου τοῦ διμετώπου
      δοτική τῷ/τῇ διμετώπ τῷ διμετώπ
    αιτιατική τὸν/τὴν διμέτωπον τὸ διμέτωπον
     κλητική ! διμέτωπε διμέτωπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διμέτωποι τὰ διμέτωπ
      γενική τῶν διμετώπων τῶν διμετώπων
      δοτική τοῖς/ταῖς διμετώποις τοῖς διμετώποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διμετώπους τὰ διμέτωπ
     κλητική ! διμέτωποι διμέτωπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διμετώπω τὼ διμετώπω
      γεν-δοτ τοῖν διμετώποιν τοῖν διμετώποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διμέτωπος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δι- + αρχαία ελληνική μέτωπ(ον) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

διμέτωπος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία