στόλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στόλος | οι | στόλοι |
γενική | του | στόλου | των | στόλων |
αιτιατική | τον | στόλο | τους | στόλους |
κλητική | στόλε | στόλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στόλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στόλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsto.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στό‐λος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστόλος αρσενικό
- (ναυτικός όρος) σύνολο πλοίων υπό την ίδια σημαία
- ⮡ ο εμπορικός στόλος της Ελλάδας
- ⮡ η ναυτική σύγκρουση μεταξύ των δύο στόλων
- (στρατιωτικός όρος) μεγάλη μονάδα του πολεμικού ναυτικού που περιλαμβάνει το σύνολο των πλοίων που επιχειρούν σε μια συγκεκριμένη περιοχή
- ⮡ ο αμερικανικός 6ος στόλος
- σύνολο οχημάτων ή αεροσκαφών της ίδιας ιδιοκτησίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στόλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στόλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | στόλος | οἱ | στόλοι |
γενική | τοῦ | στόλου | τῶν | στόλων |
δοτική | τῷ | στόλῳ | τοῖς | στόλοις |
αιτιατική | τὸν | στόλον | τοὺς | στόλους |
κλητική ὦ! | στόλε | στόλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στόλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στόλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στόλος < θέμα στολ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος (όπως και στο στολή) που απαντά στο στέλλω [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστόλος αρσενικό
- εφοδιασμός για πολεμικές επιχειρήσεις σε ξηρά ή θάλασσα
- εξοπλισμός, οπλισμός
- στρατιά
- (ναυτικός όρος) στόλος, θαλάσσια δύναμη
- ⮡ οὐ πολλῷ στόλῳ: με ένα μόνο πλοίο
- εξοπλισμός, οπλισμός
- ταξίδι, οδοιπορία
- αποστολή (η αιτία του ταξιδιού)
- (αθλητισμός) (περίφραση) παγκρατίου στόλος, συνώνυμο της λέξης παγκράτιον
- (ναυτικός όρος) έμβολο πλοίου
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις στολή και στέλλω
Πηγές
επεξεργασία- στόλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στόλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.