ενικός         πληθυντικός  
fleet fleets

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fleet (en)

  1. ο στόλος, ένα υποσύνολο πολεμικών πλοίων με ενιαία διοίκηση
    ⮡  the US Sixth Fleet in the Mediterranean - ο έκτος αμερικανικός στόλος στη Μεσόγειο
  2. ο στόλος, μια ομάδα πλοίων που ψαρεύουν μαζί
    ⮡  a fishing fleet - αλιευτικός στόλος
  3. (μόνο ενικός, με the) ο στόλος, όλα τα στρατιωτικά πλοία μιας χώρας
    ⮡  the Greek/American fleet - ο ελληνικός/ο αμερικανικός στόλος
  4. ο στόλος, ομάδα αεροπλάνων, λεωφορείων, ταξί κτλ. που ταξιδεύουν μαζί ή ανήκουν στον ίδιο οργανισμό
    ⮡  The fleet of the commercial airlines is constantly being replaced.
    Ο στόλος των αεροπορικών εταιρειών ανανεώνεται συνεχώς.

Δείτε επίσης

επεξεργασία