Δείτε επίσης: ὁδοιπορία, ὁδοιπορίη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδοιπορία οι οδοιπορίες
      γενική της οδοιπορίας των οδοιποριών
    αιτιατική την οδοιπορία τις οδοιπορίες
     κλητική οδοιπορία οδοιπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οδοιπορία < αρχαία ελληνική ὁδοιπορία < ὁδοιπόρος < ὁδός + πόρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ði.poˈɾi.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οδοιπορία θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία