ὁδοιπορία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὁδοιπορίᾱ | αἱ | ὁδοιπορίαι |
γενική | τῆς | ὁδοιπορίᾱς | τῶν | ὁδοιποριῶν |
δοτική | τῇ | ὁδοιπορίᾳ | ταῖς | ὁδοιπορίαις |
αιτιατική | τὴν | ὁδοιπορίᾱν | τὰς | ὁδοιπορίᾱς |
κλητική ὦ! | ὁδοιπορίᾱ | ὁδοιπορίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁδοιπορίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὁδοιπορίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὁδοιπορία θηλυκό