ψευδαπόστολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψευδαπόστολος | οι | ψευδαπόστολοι |
γενική | του | ψευδαπόστολου & ψευδαποστόλου |
των | ψευδαπόστολων & ψευδαποστόλων |
αιτιατική | τον | ψευδαπόστολο | τους | ψευδαπόστολους & ψευδαποστόλους |
κλητική | ψευδαπόστολε | ψευδαπόστολοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψευδαπόστολος < μεσαιωνική ελληνική ψευδαπόστολος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψευδαπόστολος ψευδ- + ἀπόστολος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψευδαπόστολος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψευδαπόστολος < ψευδ- + αρχαία ελληνική ἀπόστολος (πρεσβευτής) < ἀπό + στόλος < στέλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψευδαπόστολος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) όπως στα νέα ελληνικά, ψευδαπόστολος
Αναφορές
επεξεργασία- ψευδαπόστολος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψευδαπόστολος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.