πρεσβευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πρεσβευτής | οι | πρεσβευτές |
γενική | του του/της |
πρεσβευτή πρεσβευτού |
των | πρεσβευτών |
αιτιατική | τον/την | πρεσβευτή | τους/τις | πρεσβευτές |
κλητική | πρεσβευτή | πρεσβευτές | ||
Η γενική ενικού σε -ού, λόγιος τύπος. Θηλυκό, και πρεσβευτίνα. Δείτε και τα συνώνυμα πρέσβης, πρέσβειρα. | ||||
Κατηγορία όπως «κριτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρεσβευτής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρεσβευτής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾe.zveˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρε‐σβευ‐τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρεσβευτής αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό πρεσβευτής & σε οικείο ύφος: πρεσβευτίνα)
Εκφράσεις επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις πρέσβης και πρέσβειρα για την έκφραση πρέσβης καλής θελήσεως
επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πρέσβης & το αρχαίο πρέσβυς (άνθρωπος μεγάλης ηλικίας)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρεσβευτής
|
Πηγές επεξεργασία
- πρεσβευτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- πρεσβευτής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ετερόκλιτο με δύο πληθυντικούς | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
πληθυντικός 1ης κλίσης |
συχνότερος ο πληθυντικός 3ης κλίσης όπως πρέσβυς | |||||||
ονομαστική | ὁ | πρεσβευτής | οἱ | πρεσβευταί | πρέσβεις | |||
γενική | τοῦ | πρεσβευτοῦ | τῶν | πρεσβευτῶν | πρέσβεων | |||
δοτική | τῷ | πρεσβευτῇ | τοῖς | πρεσβευταῖς | πρέσβεσῐ(ν) | |||
αιτιατική | τὸν | πρεσβευτήν | τοὺς | πρεσβευτᾱ́ς | πρέσβεις | |||
κλητική ὦ! | πρεσβευτᾰ́ | πρεσβευταί | πρέσβεις | |||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρεσβευτᾱ́ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πρεσβευταῖν | ||||||
Συχνότερος είναι ο πληθυντικός κατά το πρέσβυς. | ||||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρεσβευτής < πρεσβεύ(ω) (είμαι εκπρόσωπος) + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρεσβευτής, -οῦ αρσενικό
επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πρέσβυς (ηλικιωμένος άνθρωπος)
Πηγές επεξεργασία
- πρεσβευτής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρεσβευτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.