πρέσβης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πρέσβης | οι | πρέσβεις |
γενική | του του/της |
πρέσβη πρέσβεως |
των | πρέσβεων |
αιτιατική | τον/την | πρέσβη | τους/τις | πρέσβεις |
κλητική | πρέσβη | πρέσβεις | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -εως, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «πρύτανης». | ||||
Κατηγορία όπως «πρύτανης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρέσβης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρέσβ(υς) (ηλικιωμένος) + κατάληξη δημοτικής -ης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾe.zvis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρέ‐σβης
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρέσβης αρσενικό ή θηλυκό (και θηλυκό πρέσβειρα)
- (επάγγελμα) ανώτερος διπλωματικός αντιπρόσωπος μιας χώρας σε άλλη χώρα ή διεθνή οργανισμό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρέσβης