πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρεσβεία οι πρεσβείες
      γενική της πρεσβείας των πρεσβειών
    αιτιατική την πρεσβεία τις πρεσβείες
     κλητική πρεσβεία πρεσβείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρεσβεία θηλυκό

  1. (διπλωματία) η διπλωματική αντιπροσωπεία μιας χώρας σε μια άλλη χώρα
    Η γυναίκα μου εργάζεται στην ελληνική πρεσβεία.
  2. (συνεκδοχικά) το κτίριο στο οποίο εδρεύει αυτή η αντιπροσωπεία
    Οι πρεσβείες βρίσκονται πάντα στη πρωτεύουσα της χώρας.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρεσβεία ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • οτιδήποτε δίνεται σε μορφή προνομίου σε άτομα μεγάλης ηλικίας

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία