πρέσβυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πρεσβῠ- πρεσβε- | |||||
ονομαστική | ὁ | πρέσβῠς | οἱ | πρέσβεις | |
γενική | τοῦ | πρέσβεως & πρέσβεος |
τῶν | πρέσβεων | |
δοτική | τῷ | πρέσβει | τοῖς | πρέσβεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | πρέσβῠν | τοὺς | πρέσβεις | |
κλητική ὦ! | πρέσβῠ | πρέσβεις | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρέσβει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πρεσβέοιν | |||
Δείτε τον πληθυντικό και στο πρεσβευτής. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πρέσβυς' όπως «πρέσβυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρέσβυς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρέσβυς αρσενικό (θηλυκά: πρέσβα, πρέσβειρα, πρεσβηΐς, πρέσβις)
- (και σε επιθετική λειτουργία) ηλικιωμένος, γέρος
- σεβαστός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 74 (90-92)
- πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται
- Σεβαστή κόρη του Διός η Άτ᾽ η ολεθρία
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- (Χρειάζεται όλο το ετυμολογικό πεδίο)
- πρεσβεύω & παράγωγα με πρεσβευ-
Δείτε επίσης
επεξεργασία- o πληθυντικός, και στο πρεσβευτής
- και στην καθαρεύουσα: ο πρεσβευτής
Πηγές
επεξεργασία- πρέσβυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρέσβυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.