Δείτε επίσης: πρέσβης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πρεσβῠ- πρεσβε-
ονομαστική πρέσβῠς οἱ πρέσβεις
      γενική τοῦ πρέσβεως
πρέσβεος
τῶν πρέσβεων
      δοτική τῷ πρέσβει τοῖς πρέσβεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πρέσβῠν τοὺς πρέσβεις
     κλητική ! πρέσβῠ πρέσβεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρέσβει
γεν-δοτ τοῖν  πρεσβέοιν
Δείτε τον πληθυντικό και στο πρεσβευτής.
3η κλίση, Κατηγορία 'πρέσβυς' όπως «πρέσβυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρέσβυς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρέσβυς αρσενικό (θηλυκά: πρέσβα, πρέσβειρα, πρεσβηΐς, πρέσβις)

  1. (και σε επιθετική λειτουργία) ηλικιωμένος, γέρος
  2. σεβαστός
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 74 (90-92)
    πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται
    Σεβαστή κόρη του Διός η Άτ᾽ η ολεθρία
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται όλο το ετυμολογικό πεδίο)
  • πρεσβεύω & παράγωγα με πρεσβευ-

Δείτε επίσης

επεξεργασία