Δείτε επίσης: πρεσβυτικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρεσβευτικός η πρεσβευτική το πρεσβευτικό
      γενική του πρεσβευτικού της πρεσβευτικής του πρεσβευτικού
    αιτιατική τον πρεσβευτικό την πρεσβευτική το πρεσβευτικό
     κλητική πρεσβευτικέ πρεσβευτική πρεσβευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρεσβευτικοί οι πρεσβευτικές τα πρεσβευτικά
      γενική των πρεσβευτικών των πρεσβευτικών των πρεσβευτικών
    αιτιατική τους πρεσβευτικούς τις πρεσβευτικές τα πρεσβευτικά
     κλητική πρεσβευτικοί πρεσβευτικές πρεσβευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρεσβευτικός < ελληνιστική κοινή πρεσβευτικός[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική πρεσβεύω

  Επίθετο

επεξεργασία

πρεσβευτικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πρεσβευτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πρεσβευτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. πρεσβευτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.