Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρεσβευτικός η πρεσβευτική το πρεσβευτικό
      γενική του πρεσβευτικού της πρεσβευτικής του πρεσβευτικού
    αιτιατική τον πρεσβευτικό την πρεσβευτική το πρεσβευτικό
     κλητική πρεσβευτικέ πρεσβευτική πρεσβευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρεσβευτικοί οι πρεσβευτικές τα πρεσβευτικά
      γενική των πρεσβευτικών των πρεσβευτικών των πρεσβευτικών
    αιτιατική τους πρεσβευτικούς τις πρεσβευτικές τα πρεσβευτικά
     κλητική πρεσβευτικοί πρεσβευτικές πρεσβευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πρεσβευτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο Επεξεργασία

πρεσβευτικός

  Μεταφράσεις Επεξεργασία