πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στόλαρχος οι στόλαρχοι
      γενική του στόλαρχου
& στολάρχου
των στόλαρχων
& στολάρχων
    αιτιατική τον στόλαρχο τους στόλαρχους
& στολάρχους
     κλητική στόλαρχε στόλαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στόλαρχος αρσενικό

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • τίτλος, και όχι επίσημος βαθμός του πολεμικού ναυτικού

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία
στόλαρχος < στόλ(ος) + -αρχος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία