Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /flɔt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
flotte flottes

flotte (fr) θηλυκό

  1. ο στόλος
  2. (οικείο) το νερό