αρμάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρμάδα | οι | αρμάδες |
γενική | της | αρμάδας | των | αρμάδων |
αιτιατική | την | αρμάδα | τις | αρμάδες |
κλητική | αρμάδα | αρμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρμάδα < (άμεσο δάνειο) βενετική armada < μεσαιωνική λατινική armata < λατινική armatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος armo < arma < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂(e)rmos (συναρμογή, μάχη) < *h₂er- (ενώνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρμάδα θηλυκό